ἐξατμίσαντος

ἐξατμίσαντος
ἐξατμίζω
turn into vapour
aor part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξατμίζω — (AM ἐξατμίζω) [ατμίζω] 1. μετατρέπω υγρό σε ατμό, σε αεριώδη κατάσταση («τοῡ πυρὸς ἐξατμίσαντος ἐκ τῆς γῆς τὸ ὑγρόν», Αριστοτ.) νεοελλ. Ι. 1. ενεργώ ώστε από κλειστό σκεύος να βγει ο ατμός («εξάτμισε τη μηχανή») ΙΙ εξατμίζομαι 1. (για αφρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”